στηθαίο

στηθαίο
το / στηθαῑον, ΝΜΑ
προστατευτικό προτείχισμα
νεοελλ.
1. προπέτασμα οχυρώματος πίσω από το οποίο στέκονται αυτοί που βάλλουν
2. κτιστό, ξύλινο ή μεταλλικό κατασκεύασμα προστασίας από πτώση μπροστά ή γύρω από κάτι, ύψους περίπου ώς το στήθος, αλλ. θωράκιο, κν. παραπέτο
μσν.-αρχ.
προμαχώνας, έπαλξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός, αμάρτυρου στην Αρχαία, επιθ. *στηθαῖος (< στῆθος + -αῖος*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στηθαίο — το 1. περιτοίχισμα ασφάλειας: Το αυτοκίνητο προσέκρουσε στο στηθαίο της γέφυρας. 2. μέρος πλοίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θωράκιο — Όρος της αρχιτεκτονικής που σημαίνει το στηθαίο, το παραπέτο ή κουρτέλο. Αποτελεί προτοίχισμα μικρού ύψους, από 90 έως 120 εκ., που τοποθετείται για να προφυλάσσει από την πτώση τα άτομα που κυκλοφορούν εκεί. Θ. χρησιμοποιούνται στους εξώστες,… …   Dictionary of Greek

  • κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • απόσποντα — κ. από σπόντα 1. (για το μπιλιάρδο) η περίπτωση κατά την οποία μία σφαίρα χτυπά άλλη όχι απευθείας αλλά αφού προσκρούσει προηγουμένως στην πλευρά (σπόντα) του σφαιριστηρίου 2. έμμεσα, πλάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sponda «χείλος, άκρη, όχθη,… …   Dictionary of Greek

  • αττικό — το (AM ἀττικόν) ψηλό στηθαίο αψίδων και κτηρίων (συνήθως με ανάγλυφες παραστάσεις ή επιγραφές) που χρησιμοποιήθηκε ήδη από τους ελληνιστικούς χρόνους τόσο ως προστασία της στέγης όσο και ως διακοσμητικό στοιχείο …   Dictionary of Greek

  • δρύφακτο — το και δρύφακτος και δρυφάκτης, ο (AM δρύφακτος, ο) ξύλινο κιγκλίδωμα που διαχωρίζει έναν χώρο, κάγκελα νεοελλ. 1. ελαφρό σανίδωμα που επεκτείνει την πλευρά τού πλοίου πέρα από το κατάστρωμα για μετριασμό τής εισροής τών υδάτων, στηθαίο, θωράκιο …   Dictionary of Greek

  • εσωκάρδιο — και σωκάρδι, το 1. γιλέκο 2. εσωτερικό στηθαίο ένδυμα τών γυναικών, καμιζόλα, μπούστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + κάρδιο < καρδιά (πρβλ. μυο κάρδιο)] …   Dictionary of Greek

  • ημιστηθαίο — το τοίχος που χρησιμεύει στην υποστήριξη παραθύρου, κν. ποδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + στηθαίο «θωράκιο» (< στήθος)] …   Dictionary of Greek

  • κουρτέλο — το στηθαίο, θωράκιο γέφυρας ή εξώστη ή παραθύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κουρτέλα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”